- απομονωτήριο(ν)
- τό1) изолятор (помещение); 2) одиночная камера, одиночка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απομονωτήριο — το χώρος απομόνωσης τιμωρημένων, καταδίκων, ασθενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομονούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πέτρο Κ. Αποστολίδη] … Dictionary of Greek
απομονωτήριο — το τόπος για απομόνωση φυλακισμένων, αρρώστων κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απομόνωση — η 1. η απομάκρυνση, ο αποχωρισμός από το σύνολο 2. ο χώρος απομόνωσης, το απομονωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομονούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Θεόδωρο Μανούση] … Dictionary of Greek